- παγούρι
- το (Μ παγούριον) [πάγουρος]φορητό δοχείο νερού που χρησιμοποιείται κυρίως από τους οδοιπόρους και τους στρατιώτεςνεοελλ.καρκίνος, καβούρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παγούρι — το μικρό δοχείο νερού, που έχουν μαζί τους οι στρατιώτες, οι εκδρομείς κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
пагур — вид рака , черноморск. (Даль). Из нов. греч. πάγουρος, παγούρι(ον) морской рак , πάγουρος, уже у Аристофана; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 138 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… … Dictionary of Greek
ασκοπυτίνη — ἀσκοπυτίνη, η (Α) δερμάτινο παγούρι για κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + πυτίνη, η «μπουκάλα, νταμιτζάνα»] … Dictionary of Greek
εξάρτυση — η (Α ἐξάρτυσις) [εξαρτύω] νεοελλ. το σύνολο τών ατομικών αντικειμένων που κουβαλά κατά την πορεία ο στρατιώτης με στολή εκστρατείας, εκτός από το όπλο του, δηλ. ο γυλιός με το περιεχόμενό του, ο ζωστήρας, οι φυσιγγιοθήκες, το σακίδιο τών τροφίμων … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
υδροδοχείο — το / ὑδροδοχεῑον, ΝΜΑ [ὑδροδόχος] δοχείο νερού νεοελλ. μικρό φορητό δοχείο νερού, το οποίο χρησιμοποιούν στρατιώτες, κυνηγοί, εκδρομείς κ.ά., κν. παγούρι … Dictionary of Greek
υδροδόκη — η / ὑδροδόκη, ΝΑ, και υδροδόχη, Ν δεξαμενή νερού νεοελλ. ναυτ. α) αποθήκη πόσιμου νερού σε πλοίο β) πλοίο που χρησιμεύει ως αποθήκη πόσιμου νερού γ) το παγούρι τών ναυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) + δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. τυρο δόκη] … Dictionary of Greek
εξάρτυση — η το σύνολο των ειδών που κουβαλάει ο στρατιώτης σε πορεία (εκτός από τον οπλισμό του), με τα οποία μεταφέρει τα απαραίτητα είδη τροφής, λινοστολής και πυρομαχικών (γυλιός με το περιεχόμενο του, σιτιοδόχη, παγούρι, ζωστήρας, παλάσκες κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)